Σε γενικές γραμμές, οι άνθρωποι χωρίζονται σε δύο κατηγορίες: στους σχολαστικούς, που πετούν μια τροφή στα σκουπίδια δευτερόλεπτα αφού παρέλθει η ημερομηνία λήξης της. Και στους χαλαρούς, που τολμούν να την καταβροχθίσουν, χωρίς να το πολυσκεφτούν, ακόμα και μετά από ημέρες ή ακόμα και εβδομάδες. Ποιοι έχουν δίκιο;
Καταρχάς, εξαρτάται από το τι αναγράφει η συσκευασία μιας τροφής.
Αν η ακριβής φράση είναι «Ανάλωση κατά προτίμηση πριν από», αυτό σημαίνει ότι μετά την αναγραφόμενη ημερομηνία η συγκεκριμένη τροφή δεν γίνεται, αυτομάτως, επικίνδυνη, απλά μπορεί να αλλοιωθεί η γεύση της.
Αν, από την άλλη, η συσκευασία γράφει «Ανάλωση έως», τα πράγματα είναι πιο αυστηρά. Μετά την παρέλευση της αναγραφόμενης ημερομηνίας η συγκεκριμένη τροφή παύει να είναι πλέον ασφαλής για κατανάλωση. Αν παρακούσουμε αυτή την οδηγία μπορεί, στην καλύτερη περίπτωση, να πολλαπλασιαστούν οι επισκέψεις μας στην τουαλέτα και στη χειρότερη να πάθουμε δηλητηρίαση.
Δυστυχώς, δεν είναι λίγοι οι καταναλωτές που επιλέγουν να ακολουθήσουν την προσέγγιση «εντάξει μωρέ, και τι έγινε». Ενδεικτικά, σύμφωνα με βρετανική μελέτη, το ένα τρίτο των καταναλωτών αποφασίζουν αν θα καταναλώσουν μια τροφή όχι βάση της ημερομηνίας λήξης αλλά ανάλογα με την όψη και τη μυρωδιά της.
Ο λόγος που δεν καταλήγουν οι περισσότεροι στο νοσοκομείο είναι γιατί οι κατασκευαστές τροφίμων αφήνουν ένα περιθώριο ασφαλείας λίγων ημερών μετά την ημερομηνία λήξης, στη διάρκεια των οποίων η τροφή ακόμα και να «χαλάσει» ελαφρώς το στομάχι μας δεν θα μας στείλει στα επείγοντα περιστατικά.
Κάποιες τροφές, ωστόσο, είναι πιο επιβλαβείς από άλλες μετά την παρέλευση της ημερομηνίας λήξης. Όπως τα μαλακά φρούτα, οι πράσινες σαλάτες και το ωμό κρέας – ιδιαίτερα το κοτόπουλο, που μπορεί να μολυνθεί εύκολα από το δυνητικά θανατηφόρο ελικοβακτήριο του πυλωρού.
Λιγότερο επικίνδυνες, από την άλλη, είναι οι τροφές με υψηλή περιεκτικότητα σε ζάχαρη (όπως οι μαρμελάδες), σε αλάτι (π.χ. πίκλες και κάποια αλλαντικά), τα προϊόντα ζύμωσης (π.χ. το κεφίρ) και οι στεγνές τροφές (κρακεράκια, μπισκότα κ.λπ.).
Τα σκληρά τυριά, όπως το τσένταρ και το πεκορίνο, συνήθως είναι ασφαλή για κατανάλωση, αρκεί να αφαιρέσουμε το μουχλιασμένο μέρος. Δεν ισχύει όμως το ίδιο για μαλακά τυριά όπως η φέτα ή το ανθότυρο.