Όλοι έχουμε στην οικογένειά μας έναν «food pusher», όπως λέγεται στα αγγλικά: τη γιαγιά που μας πιέζει να φάμε το τελευταίο κομμάτι του κέικ, το συνάδελφο που επιμένει να πάρουμε ένα τουλάχιστον από τα κεράσματα της γιορτής του, τη μαμά που δεν θα ησυχάσει αν δεν αδειάσουμε το πιάτο μας, λες και είμαστε ακόμα πέντε χρονών.
Ο «food pusher» έχει ως αποτέλεσμα να καταλήγουμε βαρυστομαχιασμένοι ή, ακόμα χειρότερα, με περιττά κιλά, σε περίπτωση που αυτός βρίσκεται στο πολύ κοντινό περιβάλλον μας.
Πώς όμως θα τον αντιμετωπίσουμε ευγενικά;
Όπως έγραψε στην Washington Post η Carolyn Hax, που διατηρεί στήλη με συμβουλές, απαντώντας σε έναν αναγνώστη που υπογράφει με το ψευδώνυμο «Dieter», είναι αγένεια κάποιος να μας πιέζει να φάμε, ενάντια στη δική μας θέληση.
Ο/η «Dieter» εξηγεί πως όταν ξεκίνησε την προσπάθεια να χάσει κιλά όλοι τον/την ενθάρρυναν, αλλά αφού είχε καταφέρει να χάσει γύρω στα 25 κιλά, οι φίλοι και οι συγγενείς άρχισαν να τον/την παρακινούν να «αφεθεί», με αποτέλεσμα «να μην έχω καταφέρει να κάνω πρόοδο εδώ και μήνες, γιατί οι άλλοι επιμένουν ότι “με παίρνει να καταναλώσω περισσότερες θερμίδες” και πως “ένα γεύμα δεν θα με πάει πίσω στις προσπάθειές μου», σχολιάζει ο αναγνώστης. Μήπως σου θυμίζει κάτι;
Φυσικά, κάποια παρασπονδία μία στις τόσες δεν δημιουργεί πρόβλημα, όταν όμως συμβαίνει τρεις ή τέσσερις φορές την εβδομάδα οι προσπάθειές μας να κάνουμε δίαιτα σαμποτάρονται.
Η Hax υποστηρίζει ότι κάποιοι «food pushers» συμπεριφέρονται έτσι από ζήλια, επειδή φθονούν το γεγονός ότι κάποιος άλλος έχει τη θέληση να αντισταθεί σε πειρασμούς στους οποίους θα ήθελαν να μπορούν να αντισταθούν και οι ίδιοι.
Έτσι, μπορεί να παρερμηνεύσουν την άρνησή μας σαν ένδειξη υπεροψίας.
«Ο καλύτερος τρόπος να τους αποθαρρύνετε είναι να τους πείτε μερικές σύντομες, δοκιμασμένες φράσεις, με κορυφαία την “όχι, ευχαριστώ”», σχολιάζει η Hax.
«Από τη στιγμή που δίνετε μια απάντηση, δεν χρειάζεται να απολογηθείτε για τις διατροφικές επιλογές σας. Είναι δικαίωμά σας», καταλήγει η Hax.