Ένα συγκινητικό κείμενο για την κληρονομιά του αγαπημένου σεφ που έδωσε τέλος στη ζωή του πριν από λίγες μέρες, από τον restaurant editor Andrew Knowlton του Bon Appetit:
«Είναι 8.42 το πρωί της Παρασκευής, 8 Ιουνίου 2018, όταν μαθαίνω τα νέα. Κάνω scroll down στο Instagram feed μου να δω και να διαβάσω τι σκέφτονται οι φίλοι μου. Όλοι είναι σοκαρισμένοι. Να τα πασπαλισμένα με αλάτι και πιπέρι μαλλιά του, πάνω στο μακρύ, λαξεμένο του πρόσωπο. Να τα βαθιά, έντονα μάτια του, που δεδομένης της πρωινής είδησης, δείχνουν να κουβαλούν ακόμα περισσότερο βάρος. Να ‘τος στην Ταϊλάνδη, με τον σεφ Andy Ricker να τρώνε Laap Kao Cham Cha. Να ‘τος να πίνει μπίρα με τον πρόεδρο Ομπάμα στο Βιετνάμ. Να ‘τος, στη μια ανάρτηση μετά την άλλη, να τρώει κάτι, να πίνει κάτι, να χαμογελάει με κάποιον σεφ, κάποιον αγρότη, κάποιον άνθρωπο που δεν θα μπορούσε να είναι περισσότερο χαρούμενος γιατί φωτογραφίζεται με τον αμίμητο Anthony Bourdain. Και τώρα δεν υπάρχει πια.
Ερωτεύτηκα τον Bourdain στις 19 Απριλίου του 1999. Τότε το θρυλικό άρθρο του «Don’t Eat Before Reading This» εμφανίστηκε στο The New Yorker και τάραξε τον κόσμο του φαγητού. Είχε υπάρξει ποτέ στο παρελθόν κανένας τόσο ειλικρινής με το τι συμβαίνει στα εστιατόρια; Ακόμα δυσκολεύομαι να φάω ψάρι τις Δευτέρες εξαιτίας των όσων έγραψε, παρόλο που και ο ίδιος αναθεώρησε την άποψή του πολλά χρόνια μετά. Εκείνο το άρθρο υπήρξε το θεμέλιο του επαναστατικού βιβλίου «Kitchen Confidential», που έκανε κουλ τα εστιατόρια και τους εργαζόμενούς τους. Εκείνο το βιβλίο άλλαξε ζωές. Έκανε τον Bourdain έναν ήρωα της καθημερινότητας που καταλάβαινε πώς είναι να περνάς αφιερώνεις 16 ώρες την ημέρα μαγειρεύοντας. Ήθελα να γίνω σαν τον Bourdain. Θα πήγαινα στο Les Halles, ένα μπιστρό στην Παρκ Άβενιου της Νέςα Υόρκης, τρώγοντας steak au poivre και τηγανιτές πατάτες και πίνοντας Malbec και ελπίζοντας να προσελκύσω τη ματιά του ανθρώπου με το σφιχτοδεμένο μαντίλι γύρω από το λαιμό.
Τα χρόνια που ακολούθησαν, γευμάτισα κάποιες φορές με τον Bourdain. Του πήρα κάποιες συνεντεύξεις και του έστειλα μηνύματα για να μοιραστώ μαζί του τυχαίες σκέψεις και απόψεις. Πάντα είχε κάτι να απαντήσει και πάντα έβρισκε χρόνο για τους άλλους, ακόμα και όταν το άστρο του μεσουρανούσε με τις εκπομπές «No Reservations» του Travel Channel και «Parts Unknown» του CNN. Δεν ήταν απλά ένα ίνδαλμα της βιομηχανίας του φαγητού: οι άνθρωποι τον είχαν επιλέξει να γίνει ο οδηγός τους, που θα τους άνοιγε παράθυρα σε πολιτισμούς που οι ίδιοι ίσως να μην είχαν ποτέ την ευκαιρία να γνωρίσουν από πρώτο χέρι. Ο Bourdain έκανε κουλ το να τρως άγνωστο φαγητό. Η φιλοσοφία του ήταν φάε πρώτα και κάνε μετά ερωτήσεις. Να είσαι ατρόμητος και να έχεις πάντα μαζί σου ένα πιρούνι ή ένα σετ από τσόπστικς. Έκανε τα μακρινά ταξίδια και την αναζήτηση αυθεντικών εμπειριών το μόνο τρόπο να ταξιδεύει κανείς. Κάθε φορά που ο Bourdain παρουσίαζε ένα εστιατόριο σε κάποια από τις εκπομπές του, αυτό το εστιατόριο θα γέμιζε και την επόμενη και τη μεθεπόμενη μέρα. Ούτε κι εγώ θυμάμαι πόσες φορές, ενώ καθόμουν σε ένα μπαρ ή ένα εστιατόριο, με πλησίαζε κάποιος και μου έλεγε: «Εδώ καθόταν ο Tony όταν είχε έρθει».
Tony. Έτσι τον αποκαλούσαν οι περισσότεροι, ακόμα και μετά από μια και μοναδική συνάντηση μαζί του. Κι αυτό γιατί μέσα από τη γραφή του, τις λέξεις του και τις εκπομπές του, σε έκανε να νιώθεις ότι ήταν ο καλύτερός σου φίλος. Ήταν ανεπιτήδευτος και ανοιχτός σε οτιδήποτε προσγειωνόταν στο πιάτο ή το φλιτζάνι του και σε οποιονδήποτε τον προσέγγιζε. Ήταν εξίσου πρόθυμος να μοιραστεί μια φτηνή μπίρα σε πλαστικό ποτήρι όσο και μια σαμπάνια σε κολονάτο. Δεν σνόμπαρε τίποτα. Αλλά ό,τι κι αν έκανε, το έκανε με σεβασμό και ευγένεια. Ήθελα να είμαι σαν τον Tony. Όλοι ήθελαν να είναι σαν τον Tony.
Πριν από λίγα χρόνια, αφού είχαμε γυρίσει ένα βίντεο για λογαριασμό του Bon Appétit μαζί με το φίλο Eric Ripert στο Le Bernardin, βγήκαμε με τον Bourdain στην 51η λεωφόρο να πάρουμε λίγο αέρα. Ήταν δέκα το πρωί, αλλά πίναμε και οι δύο mezcal (ο Ripert έφταιγε για όλα!). Ποιος ξέρει σε ποια ζώνη ώρας βρισκόταν. Μιλήσαμε για κανένα μισάωρο για το τηγανιτό κοτόπουλο, τις αγαπημένες μας πιτσαρίες και τη νορβηγική black metal. Βρες τα πράγματα που σου αρέσουν και κάνε τα όσο μπορείς περισσότερο, μου είπε προς το τέλος της συζήτησης.
Δεν θα προσποιηθώ ότι γνώριζα τον Tony τόσο καλά όσο άλλοι του χώρου, αλλά θέλω να πιστεύω ότι ήταν πιο ευτυχισμένος από ποτέ όταν καθόταν σε ένα τραπέζι σε κάποια γωνιά του κόσμου τρώγοντας και πίνοντας με παλιούς και νέους φίλους. Έτσι θα επιλέξω να τον θυμάμαι.
Ελπίζω να ήξερε πόσες ζωές άλλαξε. Κάποιοι άνθρωποι αλλάζουν τον κόσμο μέσα από την τέχνη, άλλοι μέσα από τη μουσική ή την πολιτική. Ο Tony τον άλλαξε μέσα από το φαγητό. Τώρα που έφυγε, ο κόσμος είναι ένα λιγότερο συναρπαστικό και απολαυστικό μέρος. Το αποψινό δείπνο και μπουκάλι κρασί το αφιερώνω σε σένα, Tony».