Έχω τρία παιδιά: Ο Henry είναι 11, η Clara 9 και ο Arthur 6 ετών. Η κατανάλωση σνακ με απασχολούσε ανέκαθεν, αν και πιστεύω ότι τα παιδιά θα ανταποκριθούν στο πρόγραμμα που θα φτιάξεις.
Όταν ήμουν παιδί, τρώγαμε και κυρίως γεύματα και σνακ μέσα στην ημέρα, χωρίς όμως να το παρακάνουμε στην ποσότητα. Αυτό προσπαθώ να πετύχω και με τα παιδιά μου, από πολύ μικρή ηλικία. Να τρώμε πρωινό, δεκατιανό, μεσημεριανό, απογευματινό και δείπνο. Φυσικά, τεράστια βοήθεια σε αυτό μου έχει προσφέρει η κουνιάδα μου και διατροφολόγος Ellyn Satter. Πολλές θεωρίες της βασίζονται στο ένστικτο και έχουν επηρεάσει και εμένα και το σύζυγό μου.
Καθώς το επάγγελμά μου είναι νοσοκόμα, είμαι εξοικειωμένη με τις επίσημες συστάσεις της Αμερικανικής Ακαδημίας Παιδιατρικής. Αλλά δεν αγχώνομαι να ακολουθώ πάντα αυστηρά κάθε οδηγία, όπως κάνουν κάποιοι. Οι ανάγκες των παιδιών για λιπαρά και πρωτεΐνες είναι πολύ διαφορετικές από εκείνες των ενηλίκων. Στο σπίτι μου λοιπόν τρώμε πλήρες γάλα και χρησιμοποιούμε βούτυρο. Δεν τσιγκουνευόμαστε τα γαλακτοκομικά προϊόντα. Φτιάχνουμε φαγητά που είναι χορταστικά.
Μόλις επιστρέφουν τα παιδιά μου από το σχολείο, βεβαιώνομαι ότι θα φάνε κάτι. Η Clara δεν πεινάει αμέσως, αλλά αν δεν έχω έτοιμο το δείπνο μέχρι τις 5-5.30 το απόγευμα, θα λιμοκτονήσει. Ο Henry είναι μεγαλόσωμος και μυώδης. Η διατροφή του είναι ένας γρίφος γιατί, επιπλέον, είναι επιλεκτικός στο φαγητό. Όσο για τον Arthur, λατρεύει περισσότερο από όλους τα σνακ. Καθώς πλησιάζει η ώρα του δείπνου, προσπαθεί να με πείσει να του δώσω όλο και περισσότερα.
Εγώ όμως τους λέω: «Θέλω να καθίσετε και να φάτε». Όταν τρώνε καθισμένα στο τραπέζι, τρώνε συνειδητά. Έτσι, αντιλαμβάνονται πιο εύκολα πότε εξακολουθούν να πεινούν και πότε έχουν χορτάσει. Μαθαίνουν να αφουγκράζονται αυτά τα σημάδια, πράγμα που θα τους εξυπηρετήσει και στην ενήλικη ζωή τους. Επιπλέον, προσπαθώ να μην περνάω όλη μου τη μέρα στην κουζίνα. Δεν μπορώ να ετοιμάζω φαγητό για κάποιον στις 4, μετά για κάποιον άλλο στις 5 και μετά να αρχίζω να φτιάχνω το δείπνο. Το Σάββατο τα πράγματα είναι πιο χαλαρά, αλλά αν αντιληφθώ ότι έχουν περάσει κάποιες ώρες χωρίς τα παιδιά μου να φάνε κάτι, σκέφτομαι ότι «ήρθε η ώρα να φάνε ένα σνακ».
Προσπαθώ να έχω πάντα εύκαιρα γάλα και κρακεράκια. Είμαι της λογικής: «Ας αρχίσουμε με δύο τρία και στη συνέχεια βλέπουμε μήπως φάμε κι άλλα». Είτε τους δίνω πατατάκια είτε κρακεράκια, τα σερβίρω σε ένα πιάτο. Δεν τους δίνω απλά το σακουλάκι να τα φάνε από εκεί.
Φτιάχνω επίσης μούσλι, γιατί είναι υγιεινό και χορταστικό. Και κάνω «βαρκούλες» μπανάνας: Κόβω μια μπανάνα σε λωρίδες κατά μήκος, απλώνω από πάνω φιστικοβούτυρο και στη συνέχεια πασπαλίζω με σταφίδες. Εναλλακτικά, φτιάχνω μούσλι ή γάλα και φρυγανισμένο ψωμί. Ή γάλα και μπισκότα, κάποιες φορές.
Ο Henry είναι πλέον αρκετά μεγάλος για να ετοιμάσει μόνος του ένα γεύμα με βρόμη ή μια μπαγκέτα. Και δεδομένου ότι παίζει ποδόσφαιρο και βρίσκεται στην ανάπτυξη, προσπαθώ να τον βοηθήσω να επιλέγει τα είδη των φαγητών που του δίνουν ενέργεια και τον κρατούν στη διάρκεια της ημέρας. Αλλά δεν σταματώ ποτέ να εφησυχάζω.
Κάποιες φορές ξεχνιέμαι και ενώ πλησιάζει η ώρα του δείπνου τα παιδιά μου δεν έχουν φάει αρκετά σνακ, έτσι τους δίνω ένα μήλο ή ξηρούς καρπούς, αρκετά για να γεφυρώσω το χάσμα ανάμεσα στα δύο γεύματα. Ίσως επίσης τους ζητήσω να με βοηθήσουν να τελειώσω το μαγείρεμα. Δεν αντέχω να σκέφτομαι ότι τα παιδιά μου πεινούν. Μιλάει η νοσοκόμα μέσα μου. Αλλά ξέρω ότι αφού φάνε ένα καλό σνακ, μετά μπορώ να τους πω: «Αγάπη μου, μπορείς να περιμένεις ακόμα 20 λεπτά μέχρι το δείπνο».
Και εκείνα δεν θα παραπονεθούν. Ξέρουν ότι ποτέ στο τέλος δεν θα μείνουν νηστικά.