Υπάρχουν δύο τουλάχιστον σοβαροί λόγοι για τους οποίους δεν τρώμε ποτέ μισοψημένο το κοτόπουλο: ο ένας, γιατί σε κανέναν δεν αρέσει η γεύση και η λαστιχένια υφή του και ο δεύτερος, και σημαντικότερος, επειδή μπορεί να περιέχει παθογόνους μικροοργανισμούς όπως η σαλμονέλα, υπεύθυνη για σοβαρές τροφικές δηλητηριάσεις. Βασική προϋπόθεση, λοιπόν, για να καταναλώσουμε άφοβα το κρέας του κοτόπουλου –σε αντίθεση, ας πούμε, με το μοσχαρίσιο– είναι να το μαγειρέψουμε πολύ καλά.
Υπάρχουν διάφοροι τρόποι να ελέγξουμε αν το κοτόπουλο έχει γίνει: μπορούμε, για παράδειγμα, να το τσιμπήσουμε με ένα πιρούνι για να δούμε αν το ζουμί του βγαίνει καθαρό από αίμα ή να το κόψουμε ελαφρώς σε ένα σημείο για να βεβαιωθούμε ότι είναι εντελώς λευκό. Όμως ακόμα και έτσι μπορεί να έχει παραμείνει λίγο κόκκινο κρέας κοντά στο κόκαλο.
Ο πιο σίγουρος, επομένως, τρόπος για να τσεκάρουμε ότι μπορούμε να το φάμε άνετα είναι να ελέγξουμε τη θερμοκρασία του με ένα ψηφιακό θερμόμετρο φαγητού (πρέπει να ανέρχεται τουλάχιστον στους 75 βαθμούς Κελσίου).
Και γιατί, απλά, να μην το κόψουμε μέχρι το κόκαλο στη διάρκεια του μαγειρέματος; Επειδή έτσι υπάρχει κίνδυνος να το παραψήσουμε και να στραγγίσουμε τους χυμούς του με αποτέλεσμα να βγει καμένο και στεγνό.