Η βιταμίνη C, παρόλο που αποτελεί ένα θρεπτικό στοιχείο απαραίτητο για τη λειτουργία του οργανισμού, είναι υδατοδιαλυτή και επομένως το σώμα μας δεν μπορεί να την παράγει από μόνο του ή να την αποθηκεύσει, αφού τα πλεονάσματά της αποβάλλονται καθημερινά μέσω των ούρων. Τι σημαίνει αυτό, πρακτικά;
Ότι δεν έχουμε άλλες επιλογές παρά να την πάρουμε σε καθημερινή βάση μέσω της διατροφής. Τα καλά νέα; Μπορούμε εύκολα να φτάσουμε τη συνιστώμενη ημερήσια πρόσληψη (75 mg για τις γυναίκες και 85 mg για τους άντρες) με ένα φλιτζάνι μπρόκολο ή ένα πορτοκάλι.
Σε περιόδους έξαρσης των ιώσεων μπορούμε, επίσης, να τη λάβουμε μέσα από ένα συμπλήρωμα διατροφής, αρκεί όμως να μην ξεπεράσουμε το ανώτατο όριο ασφαλείας (2000 mg την ημέρα). Υπερβολικά υψηλές ποσότητες βιταμίνης C μπορεί να προκαλέσουν διάρροια, ναυτία, εμετό, φούσκωμα και καούρες, ενώ όταν λαμβάνονται σε καθημερινή βάση αυξάνουν τον κίνδυνο για πέτρες στα νεφρά.
Γιατί όμως καταφεύγουμε στη βιταμίνη C κάθε φορά που αρχίζει να μας «γαργαλάει» ο λαιμός μας και υποψιαζόμαστε την αρχή κάποιας ίωσης; Επειδή θεωρείται ότι ενισχύει το ανοσοποιητικό μας, αν και δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία να υποστηρίξουν την υπόθεση ότι η συστηματική λήψη της μπορεί να προλάβει ένα κοινό κρυολόγημα. Μπορεί όμως να συντομεύσει τη διάρκειά του, αρκεί να την πάρεις αμέσως μόλις εμφανιστούν τα πρώτα συμπτώματα (όπως η μικροενόχληση στο λαιμό που λέγαμε).
Σε κάθε περίπτωση, αν αποφασίσεις να λάβεις τη βιταμίνη C σε συμπλήρωμα διατροφής, καλό είναι να συμβουλευτείς το γιατρό σου, ιδιαίτερα αν αντιμετωπίζεις χρόνια προβλήματα υγείας. Κι αυτός ο κανόνας ισχύει για κάθε συμπλήρωμα.