Πόσο αθώα είναι τελικά τα φυτικά λιπαρά; Οι μέχρι τώρα έρευνες έχουν δείξει ότι η αυξημένη κατανάλωση τους μπορεί να μειώνει τα επίπεδα χοληστερόλης στο αίμα. Ομως αυτό δεν προεξοφλεί ότι μας προστατεύει από την καρδιοπάθεια, Αυτό προκύπρει απο μια νέα έρευνα που εξετάστηκαν στοιχεία από σχεδόν 9.500 άνδρες και γυναίκες, ηλικίας 20 έως 97 ετών, οι οποίοι είχαν χωρισθεί σε δύο ομάδες.
Οι μισοί από αυτούς ακολουθούσαν μία διατροφή πλούσια σε κορεσμένα λιπαρά από πλήρες γάλα, τυρί και κόκκινο κρέας και οι άλλοι μισοί ακολουθούσαν ένα διαιτολόγιο στο οποίο το κύριο λάδι στο μαγείρεμα και το σερβίρισμα ήταν το καλαμποκέλαιο και το βούτυρο αγελάδος είχε αντικατασταθεί από μαργαρίνη από καλαμποκέλαιο.
Οι ερευνητές μελέτησαν τα στοιχεία 2.355 εθελοντών που είχαν ακολουθήσει τα διαιτολόγια αυτά για ένα χρόνο ή περισσότερο (οι υπόλοιποι σταμάτησαν νωρίτερα).
Όπως γράφουν στο τρέχον τεύχος της «Βρετανικής Ιατρικής Επιθεώρησης» (BMJ)μέσα σε ένα χρόνο η χοληστερόλη όσων έτρωγαν το καλαμποκέλαιο είχε μειωθεί κατά μέσον όρο 13,8%, αλλά σε όσους έκαναν με συνέπεια τρία κύρια γεύματα την ημέρα είχε μειωθεί κατά 18%.
Παρόλο που η μείωση αυτή είναι σημαντική, δεν υπήρξε αντίστοιχη ελάττωση στον κίνδυνο εκδήλωσης στεφανιαίας νόσου ή εμφράγματος του μυοκαρδίου, ούτε στον κίνδυνο θανάτου από καρδιαγγειακά αίτια. Αντιθέτως, υπήρξαν ενδείξεις ότι η θνησιμότητα από κάθε αιτία ήταν λίγο αυξημένη σε όσους είχαν τις μεγαλύτερες μειώσεις στην χοληστερόλη τους.
Στη συνέχεια, οι ερευνητές εξέτασαν στοιχεία από πέντε κλινικές μελέτες με περισσότερους από 10.000 εθελοντές και διαπίστωσαν πως και αυτές είχαν ανάλογα ευρήματα.Το καλαμποκέλαιο είναι πλούσιο σε μονοακόρεστα λιπαρά και στο πολυακόρεστο λινολεϊκό οξύ, ένα είδος ωμέγα-6 λιπαρών οξέων, λένε οι ερευνητές, και απ’ ό,τι φαίνεται μειώνει μεν αποτελεσματικά τη χοληστερόλη αλλά αυτό δεν είναι αρκετό για την προστασία της καρδιάς.
Η νέα ανάλυση, της οποία ηγήθηκε ο δρ Κρίστοφερ Ράμσντεν από τον Τομέα Διατροφικών Νευροεπιστημών του Εθνικού Ιδρύματος Κατάχρησης Αλκοόλ & Αλκοολισμού (NIAAA) των αμερικανικών Εθνικών Ιδρυμάτων Υγείας (NIH), βασίσθηκε σε στοιχεία από μελέτη που πραγματοποιήθηκε πριν από 45 χρόνια στους ένοικους γηροκομείων και νοσοκομείων ψυχικής υγείας της Μινεσότα έπειτα από ειδική άδεια.