Άφθονα λαχανικά, φρούτα και κρέας, μέτρια προϊόντα ολικής αλέσεως, όσπρια και ψάρια: αυτή είναι η βάση της διατροφής στην σύγχρονη Ελλάδα σύμφωνα με μία νέα, παγκόσμια έρευνα.
Όπως αποκαλύπτει, οι Έλληνες τρώνε αναλογικά περισσότερα λαχανικά απ’ ό,τι οι υπόλοιποι λαοί του κόσμου, βρίσκονται στην 13η θέση της παγκόσμιας κατάταξης σε κατανάλωση φρούτων και καταλαμβάνουν την 23η παγκόσμια θέση σε κατανάλωση κόκκινου κρέατος.
Αντιθέτως, στην κατανάλωση οσπρίων, ψαριών, ξηρών καρπών, ελαιολάδου, φυσικών χυμών και γάλακτος, βρισκόμαστε λίγο πάνω από τη μέση.
Τα ευρήματα αυτά προέρχονται από την ανάλυση των επιστημονικών δεδομένων για την διατροφή 187 λαών, που καλύπτουν σχεδόν 4,5 δισεκατομμύρια ενήλικες (ή το 90% του παγκόσμιου πληθυσμού).
Η κατάταξη των κρατών, που δημοσιεύεται στην επιθεώρηση «The Lancet Global Health», έγινε με βάση τις διατροφικές συνήθειες των νέων ηλικίας 20-29 ετών, ενώ συγκρίθηκαν οι συνήθειες του 1990 με αυτές του 2010.
Όπως αποκαλύπτει η σύγκριση, στη χώρα μας η διατροφή περιέχει πλέον περισσότερα υγιεινά πιάτα, δίχως όμως αυτό να σημαίνει ότι έχουμε ξεχάσει τα ανθυγιεινά ή ότι έχει φτάσουμε το τέλειο.
Για ευνόητους λόγους, τα λιγότερα ανθυγιεινά πιάτα παγκοσμίως καταναλώνουν οι κάτοικοι αναπτυσσόμενων κρατών όπως το Τσαντ, η Σιέρα Λεόνε, η Ουγκάντα και η Γκάνα, όπου κορμός της διατροφής είναι τα φρούτα, τα λαχανικά, οι ξηροί καρποί και τα ανεπεξέργαστα δημητριακά.
Την λιγότερο υγιεινή διατροφή φαίνεται πως έχουν οι κάτοικοι κρατών όπως η Αρμενία, η Ουγγαρία, το Βέλγιο και η Τσεχία.
Μεταξύ 1990 και 2010, εξάλλου, παρότι αυξήθηκε η κατανάλωση φρούτων και λαχανικών, η διατροφή επιδεινώθηκε στις πιο προηγμένες χώρες του κόσμου. Και αυτό, διότι ήταν μεγαλύτερη η αύξηση της κατανάλωσης ανθυγιεινών τροφίμων.
Υπήρξαν επίσης χώρες της υποσαχάριας Αφρικής και της Ασίας, όπως η Κίνα και η Ινδία, στις οποίες δεν υπήρξε βελτίωση στην ποιότητα της διατροφής την τελευταία 20ετία.
Τα ευρήματα βασίσθηκαν στην ανάλυση της κατανάλωσης συνολικά 17 τροφίμων, τα οποία σχετίζονται με σοβαρά προβλήματα υγείας – από την παχυσαρκία και τον τύπου 2 διαβήτη έως την καρδιοπάθεια και το εγκεφαλικό.
Τα δέκα από αυτά ήταν υγιεινά: φρούτα, λαχανικά, όσπρια, ξηροί καρποί, δημητριακά ολικής αλέσεως, γάλα, ολικά πολυακόρεστα λιπαρά οξέα, ψάρια, ωμέγα-3 λιπαρά οξέα και φυτικές (διαιτητικές) ίνες.
Τα υπόλοιπα επτά ήταν ανθυγιεινά: κρέας, επεξεργασμένα προϊόντα κρέατος, ροφήματα με ζάχαρη, κορεσμένα λίπη, τρανς λιπαρά οξέα, χοληστερόλη των τροφίμων και αλάτι.
Με βάση την κατανάλωση αυτών των τροφίμων οι χώρες βαθμολογήθηκαν από 0 (η χειρότερη διατροφή) έως 100 (η πιο υγιεινή διατροφή).
Το γενικό συμπέρασμα ήταν οι προηγμένες χώρες, όπως η Ελλάδα, καταναλώνουν περισσότερα υγιεινά τρόφιμα απ’ ό,τι οι αναπτυσσόμενες (η βαθμολογία των προηγμένων κρατών ήταν σε αυτό το θέμα 2,5 μονάδες κατά μέσον όρο υψηλότερη).
Ωστόσο στις πλούσιες χώρες η διατροφή συνολικά έχει χειρότερη ποιότητα απ’ ό,τι στις αναπτυσσόμενες, επειδή υπάρχει και υπερκατανάλωση ανθυγιεινών τροφίμων (η διαφορά στη βαθμολογία σε αυτό τον τομέα ήταν 33 μονάδες).
Ηλικιωμένοι και γυναίκες φαίνεται πως τρέφονται καλύτερα απ’ όλους.
Την ανάλυση πραγματοποίησε η ομάδα εμπειρογνωμόνων NutriCoDE, την οποία απαρτίζουν παγκοσμίου φήμης ειδικοί στα χρόνια νοσήματα και στη διατροφή.